Μονοπάτι στροβίλων πάνω από την Ν. Αμερική
Όρος χρησιμοποιούμενος στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σ’ ένα αγαθό.
Η θεωρία της αξίας απετέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως έχει ουσιαστική σημασία για την κατανόηση του μηχανισμού που προσδιορίζει στην αγορά την τιμή των αγαθών και των υπηρεσιών.
Μερικοί μελετητές ( Νταβαντσάτι, Κοντιγιάκ, Σαϊ ) εξηγούσαν την αξία επικαλούμενοι το γεγονός ότι τα αγαθά ενέχουν μια ωφελιμότητα, τόσο επειδή ικανοποιούν άμεσα τις ανθρώπινες ανάγκες ( αξία χρήσης ) όσο και επειδή με αυτά μπορούν να ανταλλάξουν άλλα αγαθά ( ανταλλακτική αξία ).
Άλλοι συγγραφείς αντίθετα ( Λόκ, Ρικάρντο, Μάρξ ) προσδιόρισαν σαν πηγή της αξίας τη θυσία, που υπό μορφή εργασίας ή γενικότερα κόστους παραγωγής, πρέπει να υποστεί ο άνθρωπος προκειμένου ν’ αποκτήσει αυτά τα αγαθά ( αξία εργασία ).
Παρόλο που οι θεωρίες αυτές περιέχουν μέρος της αλήθειας, εμφανίζονται εντελώς ανεπαρκείς, επειδή περιορίζονται να ερευνούν μόνο μια ιδιαίτερη όψη του φαινομένου και συχνά συγχέουν την αιτία με το αποτέλεσμα.
Ήδη ο Άνταμ Σμίθ είχε επισημάνει ότι αν η αξία εξαρτάται από την ωφελιμότητα, δεν θα ήταν κατανοητό για ποιο λόγο το νερό, τόσο αναγκαίο στη ζωή του ανθρώπου, έχει αξία σχεδόν μηδαμινή, ενώ εκτιμώνται εξαιρετικά τα διαμάντια, που είναι εντελώς περιττά από την ίδια άποψη.
Το ίδιο και η θεωρία που συνδέει την αξία με το κόστος παραγωγής, δεν είναι σε θέση να εξηγήσει τη διαφορετική αξία που συχνά αποδίδεται σε δύο αγαθά, τα οποία έχουν ενσωματώσει την ίδια περίπου ποσότητα εργασίας, π.χ. δύο πίνακες ζωγραφικής, που τον ένα τον έχει ζωγραφίσει φημισμένος ζωγράφος και τον άλλον ένας ταπεινός ερασιτέχνης.
Η θεωρία της αξίας απετέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως έχει ουσιαστική σημασία για την κατανόηση του μηχανισμού που προσδιορίζει στην αγορά την τιμή των αγαθών και των υπηρεσιών.
Μερικοί μελετητές ( Νταβαντσάτι, Κοντιγιάκ, Σαϊ ) εξηγούσαν την αξία επικαλούμενοι το γεγονός ότι τα αγαθά ενέχουν μια ωφελιμότητα, τόσο επειδή ικανοποιούν άμεσα τις ανθρώπινες ανάγκες ( αξία χρήσης ) όσο και επειδή με αυτά μπορούν να ανταλλάξουν άλλα αγαθά ( ανταλλακτική αξία ).
Άλλοι συγγραφείς αντίθετα ( Λόκ, Ρικάρντο, Μάρξ ) προσδιόρισαν σαν πηγή της αξίας τη θυσία, που υπό μορφή εργασίας ή γενικότερα κόστους παραγωγής, πρέπει να υποστεί ο άνθρωπος προκειμένου ν’ αποκτήσει αυτά τα αγαθά ( αξία εργασία ).
Παρόλο που οι θεωρίες αυτές περιέχουν μέρος της αλήθειας, εμφανίζονται εντελώς ανεπαρκείς, επειδή περιορίζονται να ερευνούν μόνο μια ιδιαίτερη όψη του φαινομένου και συχνά συγχέουν την αιτία με το αποτέλεσμα.
Ήδη ο Άνταμ Σμίθ είχε επισημάνει ότι αν η αξία εξαρτάται από την ωφελιμότητα, δεν θα ήταν κατανοητό για ποιο λόγο το νερό, τόσο αναγκαίο στη ζωή του ανθρώπου, έχει αξία σχεδόν μηδαμινή, ενώ εκτιμώνται εξαιρετικά τα διαμάντια, που είναι εντελώς περιττά από την ίδια άποψη.
Το ίδιο και η θεωρία που συνδέει την αξία με το κόστος παραγωγής, δεν είναι σε θέση να εξηγήσει τη διαφορετική αξία που συχνά αποδίδεται σε δύο αγαθά, τα οποία έχουν ενσωματώσει την ίδια περίπου ποσότητα εργασίας, π.χ. δύο πίνακες ζωγραφικής, που τον ένα τον έχει ζωγραφίσει φημισμένος ζωγράφος και τον άλλον ένας ταπεινός ερασιτέχνης.
.
Γη
Ιμαλάϊα Όρη - Θιβέτ
Αργότερα, η οριακή σχολή επεχείρησε μια σύνθεση μεταξύ των διάφορων θεωριών της αξίας, με τις εργασίες των Ουϊλιαμ Στάνλευ Τζέβονς, Κάρλ Μένγκερ και Λέον Βαλράς, οι οποίοι, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, κατέληξαν σχεδόν ταυτόχρονα στη διευκρίνιση της έννοιας της οριακής ωφελιμότητας.
Η σημασία που ένα άτομο αποδίδει σ’ ένα αγαθό εξαρτάται από τη διαθέσιμη ποσότητα του ίδιου του αγαθού, με την έννοια ότι η αξία του μειώνεται όσο αυξάνεται η ποσότητα αυτή. Όσο πιο άφθονο είναι ένα αγαθό, τόσο πιο μικρή είναι η αξία του.
Η αξία δεν είναι εγγενής ιδιότητα της ύλης όπως το βάρος, ο όγκος ή το χρώμα, αλλά απλώς το αποτέλεσμα μιας υποκειμενικής και συμπτωματικής εκτίμησης του ατόμου. Ο άνθρωπος δεν αποδίδει αξία στο νερό, επειδή υπό κανονικές συνθήκες είναι τόσο άφθονο ώστε δεν έχει οριακή ωφελιμότητα, ενώ θεωρεί ως εξαιρετικά πολύτιμα τα διαμάντια, επειδή δεν είναι διαθέσιμα στη φύση παρά μόνο σε εξαιρετικά περιορισμένες ποσότητες. Θα έφθανε όμως το ίδιο το άτομο να βρεθεί διψασμένο στην καρδιά της ερήμου για ν’ ανατραπεί αμέσως η κλίμακα της εκτίμησής του.
Η σημασία που ένα άτομο αποδίδει σ’ ένα αγαθό εξαρτάται από τη διαθέσιμη ποσότητα του ίδιου του αγαθού, με την έννοια ότι η αξία του μειώνεται όσο αυξάνεται η ποσότητα αυτή. Όσο πιο άφθονο είναι ένα αγαθό, τόσο πιο μικρή είναι η αξία του.
Η αξία δεν είναι εγγενής ιδιότητα της ύλης όπως το βάρος, ο όγκος ή το χρώμα, αλλά απλώς το αποτέλεσμα μιας υποκειμενικής και συμπτωματικής εκτίμησης του ατόμου. Ο άνθρωπος δεν αποδίδει αξία στο νερό, επειδή υπό κανονικές συνθήκες είναι τόσο άφθονο ώστε δεν έχει οριακή ωφελιμότητα, ενώ θεωρεί ως εξαιρετικά πολύτιμα τα διαμάντια, επειδή δεν είναι διαθέσιμα στη φύση παρά μόνο σε εξαιρετικά περιορισμένες ποσότητες. Θα έφθανε όμως το ίδιο το άτομο να βρεθεί διψασμένο στην καρδιά της ερήμου για ν’ ανατραπεί αμέσως η κλίμακα της εκτίμησής του.
.
Νερό
Δέλτα ποταμού Betsiboka - Μαδαγασκάρη
Η οριακή θεωρία, βασιζόμενη στον διπλό χαρακτήρα ωφελιμότητα – σπανιότητα, επιτρέπει ν’ αποκατασταθεί ένας συνδυασμός μεταξύ αξίας χρήσης κι ανταλλακτικής αξίας. Τα αγαθά ανταλλάσσονται επειδή εμφανίζουν διαφορετική οριακή ωφελιμότητα για τα άτομα που τα κατέχουν ή τα επιθυμούν.
Έτσι αν π.χ. πάρουμε δύο άτομα : τον Α που διαθέτει πολλά βαρέλια κρασί αλλά δεν έχει σιτάρι και τον Β που αντίθετα έχει πολλά σακιά σιτάρι και δεν έχει κρασί, θα δούμε ότι ο Α αποδίδει στο κρασί μια οριακή ωφελιμότητα κατώτερη από αυτή που του αποδίδει ο Β, ενώ για το σιτάρι συμβαίνει το αντίθετο.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες τα δύο άτομα έχουν συμφέρον ν’ ανταλλάξουν κρασί με σιτάρι, ως το σημείο που για το καθένα τους η οριακή ωφελιμότητα του κρασιού και του σιταριού θα είναι ίδια.
Σ’ αυτό το σημείο σταθεροποιείται μια ανταλλακτική αξία του κρασιού εκφρασμένη σε σιτάρι ή αντίστροφα, που δείχνει πόσες μονάδες από το ένα εμπόρευμα πρέπει να δοθούν για την απόκτηση μιας μονάδας του άλλου. Σε μια εξελιγμένη οικονομία, η ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος δεν υπολογίζεται όμως σε μονάδες όλων των άλλων, αλλά αναφορικά μ’ ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα, το χρήμα, που παίζει το ρόλο μέσου μετρήσεως της αξίας. Όταν η αξία εκφράζεται σε χρηματικές μονάδες, ονομάζεται τιμή.
Επειδή τα αγαθά έχουν αξία, αξίζει να καταβληθεί προσπάθεια παραγωγής τους. Η σχολή της οριακής χρησιμότητας αντιστρέφει ωστόσο τον συλλογισμό εκείνων που έβλεπαν ως πηγή της αξίας το κόστος παραγωγής και μετατρέπει το αίτιο σε αποτέλεσμα.
Οπωσδήποτε, από τη στιγμή που κανείς δεν είναι διαθετειμένος να παραγάγει ένα αγαθό αν αυτό συνεπάγεται μια θυσία μεγαλύτερη από την αγοραστική τιμή του ίδιου του αγαθού, με τον καιρό, η αξία και το κόστος παραγωγής καταλήγουν να εξισωθούν.
Έτσι αν π.χ. πάρουμε δύο άτομα : τον Α που διαθέτει πολλά βαρέλια κρασί αλλά δεν έχει σιτάρι και τον Β που αντίθετα έχει πολλά σακιά σιτάρι και δεν έχει κρασί, θα δούμε ότι ο Α αποδίδει στο κρασί μια οριακή ωφελιμότητα κατώτερη από αυτή που του αποδίδει ο Β, ενώ για το σιτάρι συμβαίνει το αντίθετο.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες τα δύο άτομα έχουν συμφέρον ν’ ανταλλάξουν κρασί με σιτάρι, ως το σημείο που για το καθένα τους η οριακή ωφελιμότητα του κρασιού και του σιταριού θα είναι ίδια.
Σ’ αυτό το σημείο σταθεροποιείται μια ανταλλακτική αξία του κρασιού εκφρασμένη σε σιτάρι ή αντίστροφα, που δείχνει πόσες μονάδες από το ένα εμπόρευμα πρέπει να δοθούν για την απόκτηση μιας μονάδας του άλλου. Σε μια εξελιγμένη οικονομία, η ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος δεν υπολογίζεται όμως σε μονάδες όλων των άλλων, αλλά αναφορικά μ’ ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα, το χρήμα, που παίζει το ρόλο μέσου μετρήσεως της αξίας. Όταν η αξία εκφράζεται σε χρηματικές μονάδες, ονομάζεται τιμή.
Επειδή τα αγαθά έχουν αξία, αξίζει να καταβληθεί προσπάθεια παραγωγής τους. Η σχολή της οριακής χρησιμότητας αντιστρέφει ωστόσο τον συλλογισμό εκείνων που έβλεπαν ως πηγή της αξίας το κόστος παραγωγής και μετατρέπει το αίτιο σε αποτέλεσμα.
Οπωσδήποτε, από τη στιγμή που κανείς δεν είναι διαθετειμένος να παραγάγει ένα αγαθό αν αυτό συνεπάγεται μια θυσία μεγαλύτερη από την αγοραστική τιμή του ίδιου του αγαθού, με τον καιρό, η αξία και το κόστος παραγωγής καταλήγουν να εξισωθούν.
.
Φωτιά
Βεζούβιος - Ν. Ιταλία
Αργότερα, τη θεωρία της αξίας διευκρίνισαν και βάθυναν ακόμη περισσότερο άλλοι οικονομολόγοι, όπως ο Άλφρεντ Μάρσαλ κι ο Βιλφρέντο Παρέτο, οι οποίοι μετατόπισαν όλο και πιο πολύ τον τόνο στην υποκειμενική άποψη του φαινομένου.
Αν όμως το πρόβλημα τεθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει να τεθεί και το ερώτημα αν η έρευνα για τη φύση και την πηγή της αξίας θα εξακολουθήσει να είναι έργο της οικονομικής επιστήμης ή αν θα πρέπει να τεθεί μάλλον στο πεδίο της έρευνας της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας.
Πολλοί νεώτεροι συγγραφείς υποστηρίζουν πραγματικά ότι στην αγορά η τιμή διαμορφώνεται με τα συνδυασμένη δράση των ατομικών προσφορών και ζητήσεων κι ότι η οικονομική επιστήμη οφείλει να δεχθεί αυτές τις συνθήκες ως πραγματικά δεδομένα.
Αν προχωρήσουμε στην έρευνα για τα ψυχολογικά κίνητρα που καθορίζουν την συμπεριφορά των ατόμων, στον προσδιορισμό δηλαδή των αιτίων που κάνουν όποιον έχει κρασί να ζητά σιτάρι κι όποιον έχει σιτάρι να ζητά κρασί, παρεκκλίνουμε από το έργο της οικονομικής επιστήμης και γι’ αυτό, θα πρέπει η έρευνα αυτή να γίνει στα πλαίσια άλλης επιστήμης.
Αν όμως το πρόβλημα τεθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει να τεθεί και το ερώτημα αν η έρευνα για τη φύση και την πηγή της αξίας θα εξακολουθήσει να είναι έργο της οικονομικής επιστήμης ή αν θα πρέπει να τεθεί μάλλον στο πεδίο της έρευνας της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας.
Πολλοί νεώτεροι συγγραφείς υποστηρίζουν πραγματικά ότι στην αγορά η τιμή διαμορφώνεται με τα συνδυασμένη δράση των ατομικών προσφορών και ζητήσεων κι ότι η οικονομική επιστήμη οφείλει να δεχθεί αυτές τις συνθήκες ως πραγματικά δεδομένα.
Αν προχωρήσουμε στην έρευνα για τα ψυχολογικά κίνητρα που καθορίζουν την συμπεριφορά των ατόμων, στον προσδιορισμό δηλαδή των αιτίων που κάνουν όποιον έχει κρασί να ζητά σιτάρι κι όποιον έχει σιτάρι να ζητά κρασί, παρεκκλίνουμε από το έργο της οικονομικής επιστήμης και γι’ αυτό, θα πρέπει η έρευνα αυτή να γίνει στα πλαίσια άλλης επιστήμης.
Πηγές στοιχείων : Εγκυκλοπαίδεια Δομή, Τ.2, 1972, Nicholas Cheetham, Earth, Quercus 2006